αιματοβάφω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
1. βάφω με αίμα, καταματώνω
2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + βάφω.
ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής].