αιμοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα.
2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.)
οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή.