αίμων

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

Greek Monolingual

αἵμων -ονος, ο (Α)
1. αβέβαιης σημασίας
στην ομηρ. φράση «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, κατά νεώτερη ετυμολογία (βλ. ετυμολ. λ. αίμα), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (< ἵημι)
2. γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. (1) οδηγεί μάλλον στην ετυμολόγηση της λ. από το ἵημι (βλ. λ. αἷμα), ενώ η σημ. (2) πρέπει να έχει προέλθει με απόσπαση του αἵμων από σύνθετα της λ. αἷμα (ἀν-αίμων, φιλ-αίμων, πολυ-αίμων κ.τ.ό.), δηλ. σε χρόνους που η λ. αἷμα είχε ήδη αποκτήσει τη γνωστή σημασία της].