τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
το
1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός
2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» — βρήκα δυσκολίες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor].