ηλεκτρομαγνήτης

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

ο
διάταξη που προορίζεται για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electromagnet < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + magnet (πρβλ. μαγνήτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημήτριο Στρούμπο].