ζάδηλος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ον, for διάδηλος, of a sail
A with holes in it, Alc.18.7.
German (Pape)
[Seite 1135] Alcaeus, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ζάδηλος: -ον, ἀντὶ διάδηλος, ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.
Greek Monolingual
ζάδηλος -ον (Α)
1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος
2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. του λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»].