ζάδηλος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάδηλος Medium diacritics: ζάδηλος Low diacritics: ζάδηλος Capitals: ΖΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: zádēlos Transliteration B: zadēlos Transliteration C: zadilos Beta Code: za/dhlos

English (LSJ)

ον, for διάδηλος, of a sail

   A with holes in it, Alc.18.7.

German (Pape)

[Seite 1135] Alcaeus, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζάδηλος: -ον, ἀντὶ διάδηλος, ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.

Greek Monolingual

ζάδηλος -ον (Α)
1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος
2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. του λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»].