ἡμικύαθος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A half-κύαθος, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).149, Aret.CA2.2, Gal.19.770.
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, ein halber Kyathus, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικύᾰθος: ὁ, ἥμισυς κύαθος, Ἀρεταῖ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
Greek Monolingual
ἡμικύαθος, ὁ (Α)
μισός κύαθος, μέτρο ή αγγείο υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύαθος «αγγείο»].