ζωύφιο

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

το (Α ζῳΰφιον)
(υποκορ. του ζώο) μικρό ζώο
νεοελλ.
1. έντομο, ζούδι
2. παράσιτο που ζει στο σώμα του ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ.
αρχ.
ζωόφυτο, ζώο μαζί και φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ-ύφιον, σκευ-ύφιον)].