ἠλιθιάζω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A speak or act idly, foolishly, Ar.Eq.1124.
German (Pape)
[Seite 1161] thöricht, dumm handeln od. reden, Ggstz von φρονεῖν, Ar. Equ. 1120, Schol. ἀνοηταίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, μωρῶς, ἀνοηταίνω, μωραίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1124.
French (Bailly abrégé)
faire ou dire des sottises.
Étymologie: ἠλίθιος.