ἡνιόχησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,= ἡνιοχεία, Pl.Phdr. 246b, D.Chr.36.42;
A νεφέλης ὀπισθοφυλακούσης Ph.2.174.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, Lenken, Regieren; ἡ περὶ ἡμᾶς ἡν. Plat. Phaedr. 246 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιόχησις: -εως, ἡ, = ἡνιοχεία, Πλάτ. Φαίδρ. 246Β, Φίλων 2. 174.