ιοδόκη
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)
θήκη βελών, φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόκη, αυλο-δόκη].