σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
η, -ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, -ον)
αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί-κτητος, θεό-κτητος].