ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
ἰσχυροπαθῶ, -έω (Α)δεινοπαθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ, κακο-παθώ].