καλοιακούδα
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
και καλιακούδα, η
κοινή ονομασία του πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. -ούδα (πρβλ. πεταλ-ούδα)].