ἰχθυόβρωτος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ον,
A eaten by fish, Plu.2.668a, SIG997.7 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 1276] von Fischen gefressen, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ ἰχθύων, Πλούτ. 2. 668 Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dévoré par les poissons.
Étymologie: ἰχθύς, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].