κάδρο

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ κάδρον)
1. πλαίσιο, ιδίως εικόνας, κορνίζα
2. φωτογραφία, εικόνα ή ζωγραφικός πίνακας κορνιζαρισμένος
3. προσωπογραφία («το κάδρο του πατέρα του»)
μσν.
τετράγωνο, τετραγωνισμένη πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadro (< λατ. quadrus «τετράγωνος»)].