ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
καιρονομῶ, -έω (Α)
οδηγώ κατάλληλα κάτι («εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -νομῶ (< -νόμος < νέμω), πρβλ. οικο-νομώ, κληρο-νομώ].