καλλίρρους
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. καλλίρροος.
Greek Monolingual
-ουν (Α καλλίρρους, -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, -οον)
αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη
α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη κούρη... Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)
β) περίφημη κρήνη στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κακό-ρρους, πλουσιό-ρρους].