τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: κᾰλᾰμοθήρας | Medium diacritics: καλαμοθήρας | Low diacritics: καλαμοθήρας | Capitals: ΚΑΛΑΜΟΘΗΡΑΣ |
Transliteration A: kalamothḗras | Transliteration B: kalamothēras | Transliteration C: kalamothiras | Beta Code: kalamoqh/ras |
ου, ὁ,
A angler, Procl.in Cra.p.40 P.
καλαμοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που ψαρεύει με καλάμι, με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, προικο-θήρας].