ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῑα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)- + γραία «γερόντισσα»].