καλογριά

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῑα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)- + γραία «γερόντισσα»].