διοίκισις
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
εως, ἡ,
A removal, change of abode, Lys. 32.14.
Greek (Liddell-Scott)
διοίκισις: -εως, ἡ, διασπορά, μετοίκισις, μετατόπισις, ἐν τῇ διοικίσει, ὅτ’ ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς… Λυσ. 961, ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ cambio de domicilio Lys.32.14.
Greek Monolingual
διοίκισις, η (Α) διοικίζω
μετοίκηση, μετακόμιση.