εξάφνου
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
και ξάφνου
επίρρ.
1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα 'ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.)
2. στη στιγμή, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό -ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε -ου (πρβλ. και άξαφνα-αξάφνου)].