εξάφνου

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

και ξάφνου
επίρρ.
1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα 'ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.)
2. στη στιγμή, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό -ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε -ου (πρβλ. και άξαφνα-αξάφνου)].