εψανός

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφ-ανός, στεγ-ανός)].