εξορκίζω
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(AM ἐξορκίζω) έξορκος
1. παρακαλώ κάποιον να ορκιστεί σε κάτι ιερό
2. απομακρύνω πονηρά πνεύματα
3. ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι («σέ εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου»).