θερμοβαφής

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοβᾰφής Medium diacritics: θερμοβαφής Low diacritics: θερμοβαφής Capitals: ΘΕΡΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: thermobaphḗs Transliteration B: thermobaphēs Transliteration C: thermovafis Beta Code: qermobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.

Greek Monolingual

θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής, υγρο-βαφής].