καπρίδιον

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρίδιον Medium diacritics: καπρίδιον Low diacritics: καπρίδιον Capitals: ΚΑΠΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kaprídion Transliteration B: kapridion Transliteration C: kapridion Beta Code: kapri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κάπρος, Ar.Fr.506.2.

German (Pape)

[Seite 1324] τό, dim. von κάπρος, Ar. bei Ath. III, 96 c.

Greek (Liddell-Scott)

καπρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάπρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.

Greek Monolingual

καπρίδιον, τὸ (Α)
μικρός κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. εγχειρ-ίδιο, χοιρ-ίδιο)].