καπρίδιον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, Dim. of κάπρος, Ar.Fr.506.2.
German (Pape)
[Seite 1324] τό, dim. von κάπρος, Ar. bei Ath. III, 96 c.
Greek (Liddell-Scott)
καπρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάπρος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421.
Greek Monolingual
καπρίδιον, τὸ (Α)
μικρός κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο (πρβλ. εγχειρ-ίδιο, χοιρ-ίδιο)].