καρπάτινον
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
A v. καρβάτινος.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάτινον: ἴδε καρβάτιναι.
Greek Monolingual
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.