καρτέρηση
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η (Α καρτέρησις) καρτερώ
η καρτερία, η αντοχή («τὰς τοῡ χειμῶνος καρτερήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
η εμμονή, η επιμονή και υπομονή («ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτέρησις», Πλάτ.).