καραμέλα
From LSJ
Greek Monolingual
και καραμέλλα, η
1. σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο στόμα με πιπίλισμα
2. είδος ζάχαρης που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια
3. μτφ. καθετί γλυκό, εύγευστο, ευχάριστο
4. φρ. «πιπιλίζει κάτι σαν καραμέλα» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει συνεχώς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. caramella < λατ. cannamella «ζαχαροκάλαμο»].