καταλιφή
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ἡ,
A plastering, whitewashing, IG22.1664.12 (iv B.C.), OGI737.10 (Memphis, ii B.C.).
Greek Monolingual
καταλιφή, ἡ (Α)
αμμοκονίαση, σοβάντισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. ἀ-λιφ-ή, παράλληλος του ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei-bh-, αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα].