κατάρατος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρᾱτος Medium diacritics: κατάρατος Low diacritics: κατάρατος Capitals: ΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: katáratos Transliteration B: kataratos Transliteration C: kataratos Beta Code: kata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, Ion. κατ-ήρητος Herod.5.44, but κατάρητος Schwyzer702.11 (Erythrae, iv B.C.):—

   A accursed, abominable, E.Med. 112 (anap.): freq. in Com., ὡς σεμνὸς ὁ κ. Ar.Ra.178, cf. Pax33; ὦ κατάρατε Id.Lys.530, etc.: Comp. καταρατότερος D.18.212: Sup. -ότατος S.OT1345 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάρᾱτος: -ον, ἄξιος κατάρας, κατηραμένος, βδελυρός, Εὐρ. Μήδ. 112˙ συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς σεμνός ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.˙ συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345˙ κατάρατος ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839˙ κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’exécration, maudit;
Cp. καταρατότερος, Sp. καταρατότατος.
Étymologie: καταράομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάρατος, -ον) καταρώμαι
ο άξιος κατάρας, ο μισητός.