ευχαρίστηση
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
η (Μ εὐχαρίστησις και εὐχαρίστηση) ευχαριστώ
1. η πνευματική ή συναισθηματική ικανοποίηση, η ευχάριστη ψυχική κατάσταση («δεν βρίσκω στη ζωή καμιά ευχαρίστηση»)
2. φρ. (α. «εάν έχετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ, αν θέλετε...
β. «λάβετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ να...
μσν.
ευχαριστία.