αναλογίζομαι
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
(Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι)
1. σκέφτομαι γεγονότα του παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ
2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω
αρχ.
1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω
2. κάνω μαθηματικόν υπολογισμό
3. υπολογίζω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λογίζομαι < λόγος.
ΠΑΡ. αναλογισμός
αρχ.
ἀναλόγισμα.