γατούλα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
και γατσούλα και κατσούλα, η
1. μικρή ή μικρόσωμη γάτα
2. χαδιάρα γυναίκα.