εἰσακοή

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰκοή Medium diacritics: εἰσακοή Low diacritics: εισακοή Capitals: ΕΙΣΑΚΟΗ
Transliteration A: eisakoḗ Transliteration B: eisakoē Transliteration C: eisakoi Beta Code: ei)sakoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A listening, hearkening, Ph.1.593.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, das Anhören, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσακοή: ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν ὄνομα μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
audición, acción de escucharcomo etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.Ge.16.11.

Greek Monolingual

εἰσακοή, η (Α)
το να ακούει ή να παρακολουθεί κάποιος με προσοχή.