κλινοπήξ
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
-πῆγος, ὁ, = foreg., Theognost. Can.40.
Greek Monolingual
κλινοπήξ, -ῆγος, ὁ (Μ)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο-πήξ, κρυσταλλο-πήξ].