τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τοκατράμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ' άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι].