κιάθω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιάθω Medium diacritics: κιάθω Low diacritics: κιάθω Capitals: ΚΙΑΘΩ
Transliteration A: kiáthō Transliteration B: kiathō Transliteration C: kiatho Beta Code: kia/qw

English (LSJ)

lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.

   A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.

German (Pape)

[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.

Greek (Liddell-Scott)

κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. κίω.

Greek Monolingual

κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].