Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καύκα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
η (Μ καύκα και καύκη)
1. το καυκί
2. κεφάλι, κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, «κούπα», με αλλαγή γένους].———————— (II)
και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα)
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί με την οποία πίνει κανείς, η ερωμένη»)].