κληροδόχος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

-ο
αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο του αφήνει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, καπνο-δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].