κέντρωμα
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
Greek Monolingual
το κεντρώ
1. νύξη, τσίμπημα, κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, αγκύλωμα
2. εμβόλιο που γίνεται σε φυτά, μπόλιασμα, μεταμόσχευση, κεντρωμάδα.