κατρακύλα
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
η
1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα
2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων
3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά].