εὐρύσορος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.
Greek Monolingual
εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.