κρανιά
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
και κρανεία και κρανία και κρανέα, η (Α κράνεια και κρανία, Μ κρανέα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του είδους φυτών Cornus mas του γένους κόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράνεια θα πρέπει να προέρχεται < κράνον, μολονότι είναι παλαιότερος και καλύτερα μαρτυρημένος. Με μεταπλασμό του κράνεια σε κρανέα, με αναβιβασμό του τόνου και με συνίζηση προήλθε ο νεοελλ. τ. κρανιά].