κρανιά

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

και κρανεία και κρανία και κρανέα, η (Α κράνεια και κρανία, Μ κρανέα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του είδους φυτών Cornus mas του γένους κόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράνεια θα πρέπει να προέρχεται < κράνον, μολονότι είναι παλαιότερος και καλύτερα μαρτυρημένος. Με μεταπλασμό του κράνεια σε κρανέα, με αναβιβασμό του τόνου και με συνίζηση προήλθε ο νεοελλ. τ. κρανιά].