κοιλοπονώ
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
και -άω κοιλόπονος
(για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους της γέννας.