κουλαίνω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

Greek Monolingual

και κουλλαίνω κουλός
1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο»)
2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τον κάνω να παραλύσει από τον πόνο («του έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τον κούλανε»).