κόμμωσις
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
εως, ἡ,
A embellishment, Ath.13.568a (pl.). II (κόμμι) stop-wax, prob. in Arist.HA623b31, cf. Plin.HN11.16, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1479] ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken; τῶν ἑταιρῶν Ath. XIII, 568 a; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμωσις: -εως, ἡ, καλλώπισμα, διακόσμησις, Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόμμωσις, ἡ (Α)
η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου κομμῶ «αλείφω με κόμμι»].