κοπιώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

(ΑM κοπιῶ, -άω) κόπος
1. καταλαμβάνομαι από κόπωση, υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)
2. εργάζομαι σκληρά, μοχθώ, κοπιάζω (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.
β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῑς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)
3. (μτβ.) κουράζωπλιο δεν κοπιά το λογισμό μηδέ το νου παιδεύγει», Ερωτόκρ.).