εἰσφθείρομαι
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
aor. -εφθάρην [ᾰ],
A make entry to one's undoing, εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276 ; θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229.
German (Pape)
[Seite 746] sich zum Unglück wohin begeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφθείρομαι: εἰσκωμάζω, εἰσβιάζομαι, ῥῆμα δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ εἴθε νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.
Spanish (DGE)
1 cóm. irse a paseo, irse al cuerno οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον ὑμεῖς ἐκποδών; Men.Pc.526, θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ piérdete de una vez Men.Sam.574.
2 entrar para ruina o destrucción πόθῳ χρημάτων εἰς τὴν βασιλείαν εἰσφθαρείς I.BI 1.513, cf. Poll.9.158, Sud.s.u. εἰσήρρησεν
•entrar para perdición o corrupción εἰσεφθάρη τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν ἀκολουθία se introdujo para la perdición de la vida humana la compañía del pecado Gr.Nyss.Virg.299.16, ref. herejes ὁ μανιχαϊσμὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ εἰσφθαρήσεται Gr.Nyss.Eun.1.504, cf. Basil.Eunom.500C, Thdt.M.83.433A.
Greek Monolingual
εἰσφθείρομαι (AM)
πάω στον χαμό.