κοπίδερμος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίδερμος Medium diacritics: κοπίδερμος Low diacritics: κοπίδερμος Capitals: ΚΟΠΙΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: kopídermos Transliteration B: kopidermos Transliteration C: kopidermos Beta Code: kopi/dermos

English (LSJ)

ὁ,

   A = μαστιγίας, Gloss.

Greek Monolingual

κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].